Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπίδαξ — εὐπίδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) [πίδαξ] αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές … Dictionary of Greek
εὐπίδακες — εὔπιδαξ abounding in fountains masc nom/voc pl εὐπί̱δακες , εὐπῖδαξ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)